νοσομανία

νοσομανία
η
ιατρ. είδος υποχονδρίας κατά την οποία ο ασθενής πιστεύει ακράδαντα ότι πάσχει από όλες τις σοβαρές νόσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nosomanie < νόσος + -μανία (< -μανής < μαίνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νοσομανία — η υποχονδριακή κατάσταση αρρώστου που καταγίνεται πάντοτε με την υγεία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοσομανής — ές αυτός που πάσχει από νοσομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. μορφινο μανής] …   Dictionary of Greek

  • νοσομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που υποφέρει από νοσομανία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοσοφοβία — η βλ. νοσομανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”